νεοαττικός

νεοαττικός
-ή, -ό
1. (για καλλιτέχνες και καλλιτεχνήματα γλυπτικής) αυτός που μιμείται την αττική τέχνη τής κλασικής εποχής
2. φρ. «νεοαττική τέχνη» — η τέχνη που αναπτύχθηκε στον ρωμαϊκό κόσμο στη διάρκεια τού 1ου π.Χ. αιώνα από Έλληνες καλλιτέχνες που διέμεναν στην Ελλάδα ή στην Ιταλία και οι οποίοι μιμήθηκαν ή αντέγραψαν κλασικά έργα τής αττικής τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἀττικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ειρ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Κολώτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κ. ή Κωλώτης (5oς αι. π.Χ.). Γλύπτης. Καταγόταν από την Ηράκλεια του Πόντου ή –σύμφωνα με άλλες παραδόσεις– από τη Νάξο, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν μαθητής του Φειδία, ο οποίος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”