- νεοαττικός
- -ή, -ό1. (για καλλιτέχνες και καλλιτεχνήματα γλυπτικής) αυτός που μιμείται την αττική τέχνη τής κλασικής εποχής2. φρ. «νεοαττική τέχνη» — η τέχνη που αναπτύχθηκε στον ρωμαϊκό κόσμο στη διάρκεια τού 1ου π.Χ. αιώνα από Έλληνες καλλιτέχνες που διέμεναν στην Ελλάδα ή στην Ιταλία και οι οποίοι μιμήθηκαν ή αντέγραψαν κλασικά έργα τής αττικής τέχνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἀττικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ειρ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.